κινητροδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινητροδοτώ < κίνητρο + -ο- + -δοτώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ni.tɾo.ðoˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

κινητροδοτώ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]