κινναμαλδεΰδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινναμαλδεΰδη | οι | κινναμαλδεΰδες |
γενική | της | κινναμαλδεΰδης | των | κινναμαλδεϋδών |
αιτιατική | την | κινναμαλδεΰδη | τις | κινναμαλδεΰδες |
κλητική | κινναμαλδεΰδη | κινναμαλδεΰδες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινναμαλδεΰδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική cinnamaldehyde < cinnamon (< παλαιά γαλλικά cinnamone < λατινικά cinnamon / cinnamomum < αρχαία ελληνικά κίνναμον / κιννάμωμον) + aldehyde (< alcohol + dehydrogenatum)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινναμαλδεΰδη θηλυκό
- (χημεία) αιθέριο έλαιο (C6H5-CH=CH-CHO) της κανέλας
- Η κινναμαλδεΰδη, ένα αιθέριο έλαιο που δίνει στην κανέλα τη γεύση της ενεργοποιεί θερμογενετικές και μεταβολικές αντιδράσεις στα λιποκύτταρα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινναμαλδεΰδη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)