κιοπέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιοπέκι τα κιοπέκια
      γενική του κιοπεκιού των κιοπεκιών
    αιτιατική το κιοπέκι τα κιοπέκια
     κλητική κιοπέκι κιοπέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιοπέκι < τουρκική köpek

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιοπέκι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο, συνήθως με υβριστική έννοια) ο σκύλος
καλά το μίλησες το κιοπέκι!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]