κιοτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιοτεύω < κιοτής
Ρήμα[επεξεργασία]
κιοτεύω
- δειλιάζω μπροστά σε μια ενέργεια δυνητικά επικίνδυνη που απαιτεί θάρρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιοτεύω
|