κιοφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κιοφτές | οι | κιοφτέδες |
γενική | του | κιοφτέ | των | κιοφτέδων |
αιτιατική | τον | κιοφτέ | τους | κιοφτέδες |
κλητική | κιοφτέ | κιοφτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιοφτές αρσενικό
- άλλη μορφή του κεφτές