κιρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική kir < προς τιμήν του Félix Kir, δήμαρχου της Ντιζόν, που προώθησε το κοκτέιλ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιρ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) είδος απεριτίφ / κοκτέιλ που φτιάχνεται από κόκκινο κρασί από φραγκοστάφυλλα με συμπλήρωση κάποιου λευκού κρασιού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Kir (cocktail) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)