κιρκίρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιρκίρι τα κιρκίρια
      γενική του κιρκιριού των κιρκιριών
    αιτιατική το κιρκίρι τα κιρκίρια
     κλητική κιρκίρι κιρκίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κιρκίρι αρσενικό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιρκίρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιρκίρι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Common Teal στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]