κιρρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιρρωτικός η κιρρωτική το κιρρωτικό
      γενική του κιρρωτικού της κιρρωτικής του κιρρωτικού
    αιτιατική τον κιρρωτικό την κιρρωτική το κιρρωτικό
     κλητική κιρρωτικέ κιρρωτική κιρρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιρρωτικοί οι κιρρωτικές τα κιρρωτικά
      γενική των κιρρωτικών των κιρρωτικών των κιρρωτικών
    αιτιατική τους κιρρωτικούς τις κιρρωτικές τα κιρρωτικά
     κλητική κιρρωτικοί κιρρωτικές κιρρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιρρωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cirrhotic < cirrhosis < αρχαία ελληνική κιρρός

Επίθετο[επεξεργασία]

κιρρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]