κιρρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιρρωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cirrhotic < cirrhosis < αρχαία ελληνική κιρρός
Επίθετο[επεξεργασία]
κιρρωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κίρρωση