κιρσοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιρσοκήλη | οι | κιρσοκήλες |
γενική | της | κιρσοκήλης | — | |
αιτιατική | την | κιρσοκήλη | τις | κιρσοκήλες |
κλητική | κιρσοκήλη | κιρσοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιρσοκήλη < ελληνιστική κοινή κιρσοκήλη < αρχαία ελληνική κιρσός + κήλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιρσοκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιρσοκήλη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)