κιτάπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιτάπι τα κιτάπια
      γενική του κιταπιού των κιταπιών
    αιτιατική το κιτάπι τα κιτάπια
     κλητική κιτάπι κιτάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιτάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kitap < αραβική كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιτάπι ουδέτερο

  • βιβλίο ή τετράδιο που χρησιμοποιείται για σημειώσεις

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η λέξη χρησιμοποιόταν κυρίως για το τετράδιο που κατέγραφαν τα χρέη των πελατών οι έμποροι
  • σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως μόνο ειρωνικά, είτε για χρέος οικονομικό ή ηθικό, είτε για αρχεία πληροφοριών οργανισμού ή εταιρείας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]