κιτρίνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτρίνιασμα < κιτρινιάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιτρίνιασμα ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κιτρίνισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιτρίνιασμα
|