κιτρινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιτρινίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιτρινίζω < ελληνιστική κοινή κίτρινος < κίτρον < λατινική citron[1] < citrus < ετρουσκική [1] < αρχαία ελληνική κέδρος[1] (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.tɾiˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐τρι‐νί‐ζω

κιτρινίζω, αόρ.: κιτρίνισα, μτχ.π.π.: κιτρινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι κίτρινο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι κίτρινος
  3. (αμετάβατο) γίνομαι ωχρός, χλωμιάζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 1,2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.