κιτρινιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιτρινιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιτρινιάζω < κιτρινίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.tɾiˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐τρι‐νιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κιτρινιάζω[1] (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]