κιτρινιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτρινιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιτρινιάζω < κιτρινίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.tɾiˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρι‐νιά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κιτρινιάζω[1] (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) άλλη μορφή του κιτρινίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κιτρινιάζω | κιτρινίαζα | θα κιτρινιάζω | να κιτρινιάζω | κιτρινιάζοντας | |
β' ενικ. | κιτρινιάζεις | κιτρινίαζες | θα κιτρινιάζεις | να κιτρινιάζεις | κιτρινίαζε | |
γ' ενικ. | κιτρινιάζει | κιτρινίαζε | θα κιτρινιάζει | να κιτρινιάζει | ||
α' πληθ. | κιτρινιάζουμε | κιτρινιάζαμε | θα κιτρινιάζουμε | να κιτρινιάζουμε | ||
β' πληθ. | κιτρινιάζετε | κιτρινιάζατε | θα κιτρινιάζετε | να κιτρινιάζετε | κιτρινιάζετε | |
γ' πληθ. | κιτρινιάζουν(ε) | κιτρινίαζαν κιτρινιάζαν(ε) |
θα κιτρινιάζουν(ε) | να κιτρινιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κιτρινίασα | θα κιτρινιάσω | να κιτρινιάσω | κιτρινιάσει | ||
β' ενικ. | κιτρινίασες | θα κιτρινιάσεις | να κιτρινιάσεις | κιτρινίασε | ||
γ' ενικ. | κιτρινίασε | θα κιτρινιάσει | να κιτρινιάσει | |||
α' πληθ. | κιτρινιάσαμε | θα κιτρινιάσουμε | να κιτρινιάσουμε | |||
β' πληθ. | κιτρινιάσατε | θα κιτρινιάσετε | να κιτρινιάσετε | κιτρινιάστε | ||
γ' πληθ. | κιτρινίασαν κιτρινιάσαν(ε) |
θα κιτρινιάσουν(ε) | να κιτρινιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κιτρινιάσει | είχα κιτρινιάσει | θα έχω κιτρινιάσει | να έχω κιτρινιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κιτρινιάσει | είχες κιτρινιάσει | θα έχεις κιτρινιάσει | να έχεις κιτρινιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κιτρινιάσει | είχε κιτρινιάσει | θα έχει κιτρινιάσει | να έχει κιτρινιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κιτρινιάσει | είχαμε κιτρινιάσει | θα έχουμε κιτρινιάσει | να έχουμε κιτρινιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κιτρινιάσει | είχατε κιτρινιάσει | θα έχετε κιτρινιάσει | να έχετε κιτρινιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κιτρινιάσει | είχαν κιτρινιάσει | θα έχουν κιτρινιάσει | να έχουν κιτρινιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιτρινιάζω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κιτρινίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)