κιχλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιχλίζω < κίχλη

Ρήμα[επεξεργασία]

κιχλίζω

  1. τετερίζω, φωνάζω σαν κίχλη
  2. γελώ σαν κοριτσόπουλο, χαχανίζω, καγχάζω
  3. τρώω κίχλας [τσίχλες], καλοτρώω, καλοπερνώ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δ. Δημητράκου, Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης, 1956.
  • H. G. Liddell, R. Scott, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, εκδ. Πελεκάνος, 2015.