κλάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάκα οι κλάκες
      γενική της κλάκας
    αιτιατική την κλάκα τις κλάκες
     κλητική κλάκα κλάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλάκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική claque (προφορά /klak/) + < claquer < πρωτογερμανική *klakōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glag- (θορυβώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkla.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλά‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλάκα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]