κλάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλάνω < αρχαία ελληνική κλάω / κλῶ (σπάζω -όπως, σπάζω αέρα), από το θέμα του αορίστου ἔ-κλασ-α [1]
Ρήμα
κλάνω, αόρ.: έκλασα, μτχ.π.π.: κλασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- αφήνω μια κλανιά
- (μεταφορικά) περιφρονώ
Εκφράσεις
- κλάνω μαλλί / μέντες / πατάτες / παξιμάδια / κάστανα: φοβάμαι
- όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ του δεν κουράζεται: για κάποιον που "μας τη δίνει στα νεύρα"
- θα μου κλάσεις (τ' αρχίδια): δεν σε φοβάμαι
- πάρε φόρα και κλάσε μου τ' αρχίδια: δεν σε φοβάμαι καθόλου (εμφατικό)
- (τώρα) μιλάμε ή κλάνουμε;: κυριολεκτούμε;
- όποιος βήχει, χέζει, κλάνει φόβο δεν έχει να πεθάνει: o δραστήριος είναι και υγιής
- κλάσε γιατί χανόμαστε!: ότι και να κάνεις είμαστε καταδικασμένοι (έκφραση απελπισίας)
- άλλος σφίγγεται, άλλος κλάνει, άλλος τις μυρίζει, κι άλλος λιποθυμά
Συνώνυμα
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλάνω | έκλανα | θα κλάνω | να κλάνω | κλάνοντας | |
β' ενικ. | κλάνεις | έκλανες | θα κλάνεις | να κλάνεις | κλάνε | |
γ' ενικ. | κλάνει | έκλανε | θα κλάνει | να κλάνει | ||
α' πληθ. | κλάνουμε | κλάναμε | θα κλάνουμε | να κλάνουμε | ||
β' πληθ. | κλάνετε | κλάνατε | θα κλάνετε | να κλάνετε | κλάνετε | |
γ' πληθ. | κλάνουν(ε) | έκλαναν κλάναν(ε) |
θα κλάνουν(ε) | να κλάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκλασα | θα κλάσω | να κλάσω | κλάσει | ||
β' ενικ. | έκλασες | θα κλάσεις | να κλάσεις | κλάσε | ||
γ' ενικ. | έκλασε | θα κλάσει | να κλάσει | |||
α' πληθ. | κλάσαμε | θα κλάσουμε | να κλάσουμε | |||
β' πληθ. | κλάσατε | θα κλάσετε | να κλάσετε | κλάστε | ||
γ' πληθ. | έκλασαν κλάσαν(ε) |
θα κλάσουν(ε) | να κλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλάσει | είχα κλάσει | θα έχω κλάσει | να έχω κλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλάσει | είχες κλάσει | θα έχεις κλάσει | να έχεις κλάσει | έχε κλασμένο | |
γ' ενικ. | έχει κλάσει | είχε κλάσει | θα έχει κλάσει | να έχει κλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλάσει | είχαμε κλάσει | θα έχουμε κλάσει | να έχουμε κλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλάσει | είχατε κλάσει | θα έχετε κλάσει | να έχετε κλάσει | έχετε κλασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κλάσει | είχαν κλάσει | θα έχουν κλάσει | να έχουν κλάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κλασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κλασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κλασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κλασμένο |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ κλάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)