κλάνω μέντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κλάνω μέντες
- (χυδαίο) φοβάμαι, τρομοκρατούμαι τόσο πολύ που τα κάνω επάνω μου από το φόβο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κλάνω πατάτες
- κλάνω μαλλί
- τα κάνω επάνω μου (από το φόβο)
- μου κόπηκαν τα ήπατα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλάνω μέντες
|