κλάση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κλάση | κλάσεις |
γενική | κλάσης & κλάσεως |
κλάσεων |
αιτιατική | κλάση | κλάσεις |
κλητική | κλάση | κλάσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλάση < αρχαία ελληνική κλάσις
- κλάση < < λατινική classis
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
κλάση θηλυκό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
κλάση θηλυκό
- σύνολο μερικών αντικειμένων ή προσώπων
- (βοτανική) μονάδα ταξινόμησης, ανώτερη από την τάξη
- (στρατιωτικός όρος) το συνόλο των στρατευμένων του ίδιου έτους
- (μεταφορικά) μεγάλη ποιότητα ή αξία
- αυτό το ψυγείο είναι πρώτης ενεργειακής κλάσης
- (πληροφορική) περιγραφή μιας ομάδας αντικειμένων που περιέχουν κοινές μεθόδους και παραμέτρους