κλάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλάση | οι | κλάσεις |
γενική | της | κλάσης & κλάσεως |
των | κλάσεων |
αιτιατική | την | κλάση | τις | κλάσεις |
κλητική | κλάση | κλάσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkla.si/
- συλλαβισμός : κλά‐ση
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλάση θηλυκό
- σύνολο μερικών αντικειμένων ή προσώπων
- (βοτανική) μονάδα ταξινόμησης, ανώτερη από την τάξη
- (στρατιωτικός όρος) το συνόλο των στρατευμένων του ίδιου έτους
- (μεταφορικά) μεγάλη ποιότητα ή αξία
- ↪ αυτό το ψυγείο είναι πρώτης ενεργειακής κλάσης
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η δομή δεδομένων που χρησιμοποιείται ως πρότυπο μιας ομάδας αντικειμένων που περιέχουν κοινές μεθόδους και ιδιότητες
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- κλάση < (λόγιο) αρχαία ελληνική κλάσις < κλάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλάση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)