κλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλάω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κλάω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συνηρημένο: κλῶ