κλήρωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλήρωσῐς αἱ κληρώσεις
      γενική τῆς κληρώσεως τῶν κληρώσεων
      δοτική τῇ κληρώσει ταῖς κληρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλήρωσῐν τὰς κληρώσεις
     κλητική ! κλήρωσῐ κληρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κληρώσει
γεν-δοτ τοῖν  κληρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλήρωσις < κληρόω / κληρῶ + -σις < κλῆρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλήρωσις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]