κλήτευσις
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
κλήτευσις
<
κλητεύω
+
-σις
<
κλητός
<
καλώ
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
κλήτευσις
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
)
κλήτευση
Κατηγορίες
:
Ελληνική γλώσσα
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
Ουσιαστικά της καθαρεύουσας
Λέξεις της καθαρεύουσας
Κρυμμένη κατηγορία:
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες