κλαβίχορδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαβίχορδο < γαλλική clavicorde
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαβίχορδο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο, επίσημο) μορφή του κλάβικορντ, συνώνυμο του κλειδόχορδο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαβίχορδο
|