Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλαδευτήρι

Από Βικιλεξικό
κλαδευτήρι (1.1) χειρός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαδευτήρι τα κλαδευτήρια
      γενική του κλαδευτηριού των κλαδευτηριών
    αιτιατική το κλαδευτήρι τα κλαδευτήρια
     κλητική κλαδευτήρι κλαδευτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλαδευτήρι < κλαδεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλαδευτήρι ουδέτερο

  1. εργαλείο κηπουρικής για το κλάδεμα των φυτών
  2. (μεταφορικά) ποδοσφαιριστής που συνηθίζει να κλαδεύει τους αντιπάλους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]