κλαδόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαδόγραμμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cladogram < clado- ( < αρχαία ελληνική κλάδος) + -gram, -gramme ( < αρχαία ελληνική γράμμα). Μορφολογικά, κλάδ(ος) + -ό- + -γραμμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /klaˈðo.ɣɾa.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαδόγραμμα ουδέτερο
- (βιολογία) εξελικτικό, γενεαλογικό ή συγγενικής κατάταξης σχεδιάγραμμα που θυμίζει δέντρο
- κλαδιστικό/κλαδολογικό ανάπτυγμα
- (μαθηματικά, θεωρία πιθανοτήτων, πιθανισμός) πιθανοτικό κλαδόγραμμα: αλληλοσυνδεόμενες πιθανές εκδοχές πολλών κόμβων, δένδρο πιθανοτήτων[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κλάδος στη Βικιπαίδεια
- cladistics στην αγγλική Βικιπαίδεια
και
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ probability tree (αγγλικά) 'Δέντρο πιθανοτήτων' @mathsisfun. πρόσβαση:2019.04.20.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραμμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)