κλανιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλανιάρα οι κλανιάρες
      γενική της κλανιάρας των κλανιάρων
    αιτιατική την κλανιάρα τις κλανιάρες
     κλητική κλανιάρα κλανιάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλανιάρα < κλανιάρης +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλανιάρα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κλανιάρα