κλαπέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαπέτο | τα | κλαπέτα |
γενική | του | κλαπέτου | των | κλαπέτων |
αιτιατική | το | κλαπέτο | τα | κλαπέτα |
κλητική | κλαπέτο | κλαπέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαπέτο ουδέτερο
- μηχανισμός που επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή σε αγωγούς νερού ή αερίου, είδος αντεπίστροφης βαλβίδας με «πεταλούδα».
- είδος φρένου σε βαριά οχήματα, το οποίο χρησιμοποιεί τον παραπάνω μηχανισμό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μου 'φυγε το κλαπέτο/μου έφυγε το κλαπέτο: (λαϊκότροπο)
- τρελάθηκα, τα έχασα τελείως
- έχασα τον έλεγχο της κατάστασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαπέτο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)