κλαπέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαπέτο τα κλαπέτα
      γενική του κλαπέτου των κλαπέτων
    αιτιατική το κλαπέτο τα κλαπέτα
     κλητική κλαπέτο κλαπέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαπέτο < γαλλική clapet < clapper + -et < clap < αγγλική clap

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλαπέτο ουδέτερο

  1. μηχανισμός που επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή σε αγωγούς νερού ή αερίου, είδος αντεπίστροφης βαλβίδας με «πεταλούδα».
  2. είδος φρένου σε βαριά οχήματα, το οποίο χρησιμοποιεί τον παραπάνω μηχανισμό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]