κλαρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλαρωτός | η | κλαρωτή | το | κλαρωτό |
γενική | του | κλαρωτού | της | κλαρωτής | του | κλαρωτού |
αιτιατική | τον | κλαρωτό | την | κλαρωτή | το | κλαρωτό |
κλητική | κλαρωτέ | κλαρωτή | κλαρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλαρωτοί | οι | κλαρωτές | τα | κλαρωτά |
γενική | των | κλαρωτών | των | κλαρωτών | των | κλαρωτών |
αιτιατική | τους | κλαρωτούς | τις | κλαρωτές | τα | κλαρωτά |
κλητική | κλαρωτοί | κλαρωτές | κλαρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κλαρωτός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει κλαριά, που είναι γεμάτος κλαριά
- (για ύφασμα ή ρούχο) που έχει πάνω του κεντημένα ή ζωγραφισμένα κλαριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαρωτός
|