κλαρωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλαρωτός η κλαρωτή το κλαρωτό
      γενική του κλαρωτού της κλαρωτής του κλαρωτού
    αιτιατική τον κλαρωτό την κλαρωτή το κλαρωτό
     κλητική κλαρωτέ κλαρωτή κλαρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλαρωτοί οι κλαρωτές τα κλαρωτά
      γενική των κλαρωτών των κλαρωτών των κλαρωτών
    αιτιατική τους κλαρωτούς τις κλαρωτές τα κλαρωτά
     κλητική κλαρωτοί κλαρωτές κλαρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαρωτός < κλαρί + -ωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

κλαρωτός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει κλαριά, που είναι γεμάτος κλαριά
  2. (για ύφασμα ή ρούχο) που έχει πάνω του κεντημένα ή ζωγραφισμένα κλαριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]