κλασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλασματικός < (μαρτυρείται από το 1749) (κλάσμα) κλασματ- + ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kla.zma.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
κλασματικός
- (μαθηματικά) που είναι κλάσμα ή έχει ιδιότητες κλάσματος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλασματικός