κλατς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλατς < (άμεσο δάνειο) αγγλική clutch
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλατς ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ντεμπραγιάζ
- κλατσάρω, κλατσάρισμα (ναυτική ορολογία)