κλείνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλείνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλείνω < αρχαία ελληνική κλείω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλεί‐νω
- ομόηχο: κλίνω
Ρήμα
[επεξεργασία]κλείνω, πρτ.: έκλεινα, στ.μέλλ.: θα κλείσω, αόρ.: έκλεισα, παθ.φωνή: κλείνομαι, μτχ.π.π.: κλεισμένος
- (μεταβατικό)
- μετακινώ κάτι ώστε να εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
κλείνω την πόρτα, το παράθυρο
- (για αισθητήρια όργανα) κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να πάψει να λειτουργεί ένα αισθητήριο όργανο
κλείνω το στόμα: ενώνω τις σιαγόνες
κλείνω το στόμα κάποιου (μεταφορικά) τον εμποδίζω να μιλήσει / του στερώ τα επιχειρήματα
κλείνω τα μάτια
- μετακινώ τα βλέφαρα προς τα κάτω
- κοιμάμαι
- πεθαίνω
- (μεταφορικά) προσποιούμαι ότι δε βλέπω μια πραγματικότητα
κλείνω τ' αφτιά μου: (μεταφορικά) αρνούμαι να ακούσω κάτι
- (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο) εμποδίζω την πρόσβαση σε ένα χώρο
θα πάω να κλείσω την αποθήκη
κλείνω την ντουλάπα
κλείνω το συρτάρι (ωθώντας το προς τα μέσα)
το χιόνι έκλεισε τους δρόμους
- (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο εξυπηρέτησης του κοινού) παύω να εργάζομαι και να εξυπηρετώ το κοινό
τι ώρα θα κλείσεις το μαγαζί σου σήμερα;
- (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει επιχείρηση) τερματίζω τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή υποκαταστήματος
η τράπεζα θα κλείσει το ένα από τα δύο υποκαταστήματά της στην πόλη
- τερματίζω, ενεργώ έτσι ώστε να ολοκληρωθεί μια διαδικασία
ο πρόεδρος έκλεισε τη συζήτηση για το περιβάλλον με την ομιλία του
- γυρίζω έναν διακόπτη ώστε να σταματήσει η ροή σε ένα δίκτυο
κλείνω τον διακόπτη, το φως, τη βρύση
- (για ηλεκτρικές συσκευές) σταματώ τη λειτουργία
κλείνω την τηλεόραση, τον υπολογιστή
- καλύπτω ένα κενό με μια μάζα υλικού, βουλώνω
έκλεισε μερικές τρύπες στον τοίχο με στόκο
- μαζεύω κάτι
κλείνω τη βεντάλια
κλείνω το χέρι μου (μαζεύοντας τα δάχτυλα)
κλείνω τα πόδια μου, τα ενώνω
- καλύπτω ένα άνοιγμα ώστε να κρύψω αυτό που βρίσκεται από κάτω ή μέσα
- (για ρούχα) κουμπώνω ή ανεβάζω το φερμουάρ
- κάνω ράμματα μετά από χειρουργική επέμβαση
- τον κλείσανε όταν βρήκαν τους πνεύμονές του κατεστραμμένους
- καλύπτω ένα δοχείο ή μπουκάλι με το σκέπασμά του
- περιορίζω κάποιον / κάτι σε έναν κλειστό χώρο
τον έκλεισαν στη φυλακή
- κάνω κράτηση
έκλεισα θέση στο θέατρο
κλείνω αεροπορικά εισιτήρια
- (αναφερόμενοι σε χρονικό διάστημα ή ηλικία) συμπληρώνω, γίνομαι
η κυβέρνηση έκλεισε κιόλας τρεις μήνες
έχει τα γενέθλιά του! κλείνει τα 13!
- (τυπογραφία) ολοκληρώνω το στήσιμο μιας σελίδας εφημερίδας ή περιοδικού και τη στέλνω για εκτύπωση
Η πρώτη σελίδα κλείνει τελευταία
- μετακινώ κάτι ώστε να εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
- (αμετάβατο)
- μετακινούμαι ώστε να μην υπάρχει πέρασμα
η πόρτα έκλεισε
ο δρόμος έκλεισε
- σταματώ να λειτουργώ
οι τράπεζες θα κλείσουν σε λίγο
ακούστηκε ότι θα κλείσει το νέο σουπερμάρκετ
ο υπολογιστής μου πάλι έκλεισε απροειδοποίητα
- τερματίζομαι
το συνέδριο θα κλείσει με την ομιλία του Προέδρου
- μετακινούμαι ώστε να μην υπάρχει πέρασμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- άκλειστος
- ανοιγοκλείνω
- κλειστός
- κλείσιμο
- κλεισμένος (κεκλεισμένος από το κλείω)
- κλεισούρα
- κλειστο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κλειστο- στο Βικιλεξικό
- μισόκλειστος
- ξανακλείνω
θέμα κλει-
Διαφορετικό το αρχαίο κλεινός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλείνω | έκλεινα | θα κλείνω | να κλείνω | κλείνοντας | |
β' ενικ. | κλείνεις | έκλεινες | θα κλείνεις | να κλείνεις | κλείνε | |
γ' ενικ. | κλείνει | έκλεινε | θα κλείνει | να κλείνει | ||
α' πληθ. | κλείνουμε | κλείναμε | θα κλείνουμε | να κλείνουμε | ||
β' πληθ. | κλείνετε | κλείνατε | θα κλείνετε | να κλείνετε | κλείνετε | |
γ' πληθ. | κλείνουν(ε) | έκλειναν κλείναν(ε) |
θα κλείνουν(ε) | να κλείνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκλεισα | θα κλείσω | να κλείσω | κλείσει | ||
β' ενικ. | έκλεισες | θα κλείσεις | να κλείσεις | κλείσε | ||
γ' ενικ. | έκλεισε | θα κλείσει | να κλείσει | |||
α' πληθ. | κλείσαμε | θα κλείσουμε | να κλείσουμε | |||
β' πληθ. | κλείσατε | θα κλείσετε | να κλείσετε | κλείστε | ||
γ' πληθ. | έκλεισαν κλείσαν(ε) |
θα κλείσουν(ε) | να κλείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλείσει | είχα κλείσει | θα έχω κλείσει | να έχω κλείσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλείσει | είχες κλείσει | θα έχεις κλείσει | να έχεις κλείσει | έχε κλεισμένο | |
γ' ενικ. | έχει κλείσει | είχε κλείσει | θα έχει κλείσει | να έχει κλείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλείσει | είχαμε κλείσει | θα έχουμε κλείσει | να έχουμε κλείσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλείσει | είχατε κλείσει | θα έχετε κλείσει | να έχετε κλείσει | έχετε κλεισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κλείσει | είχαν κλείσει | θα έχουν κλείσει | να έχουν κλείσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κλεισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κλεισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κλεισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κλεισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλείνομαι | κλεινόμουν(α) | θα κλείνομαι | να κλείνομαι | ||
β' ενικ. | κλείνεσαι | κλεινόσουν(α) | θα κλείνεσαι | να κλείνεσαι | (κλείνου) | |
γ' ενικ. | κλείνεται | κλεινόταν(ε) | θα κλείνεται | να κλείνεται | ||
α' πληθ. | κλεινόμαστε | κλεινόμαστε κλεινόμασταν |
θα κλεινόμαστε | να κλεινόμαστε | ||
β' πληθ. | κλείνεστε | κλεινόσαστε κλεινόσασταν |
θα κλείνεστε | να κλείνεστε | (κλείνεστε) | |
γ' πληθ. | κλείνονται | κλείνονταν κλεινόντουσαν |
θα κλείνονται | να κλείνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλείστηκα | θα κλειστώ | να κλειστώ | κλειστεί | ||
β' ενικ. | κλείστηκες | θα κλειστείς | να κλειστείς | κλείσου | ||
γ' ενικ. | κλείστηκε | θα κλειστεί | να κλειστεί | |||
α' πληθ. | κλειστήκαμε | θα κλειστούμε | να κλειστούμε | |||
β' πληθ. | κλειστήκατε | θα κλειστείτε | να κλειστείτε | κλειστείτε | ||
γ' πληθ. | κλείστηκαν κλειστήκαν(ε) |
θα κλειστούν(ε) | να κλειστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλειστεί | είχα κλειστεί | θα έχω κλειστεί | να έχω κλειστεί | κλεισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλειστεί | είχες κλειστεί | θα έχεις κλειστεί | να έχεις κλειστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλειστεί | είχε κλειστεί | θα έχει κλειστεί | να έχει κλειστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλειστεί | είχαμε κλειστεί | θα έχουμε κλειστεί | να έχουμε κλειστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλειστεί | είχατε κλειστεί | θα έχετε κλειστεί | να έχετε κλειστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλειστεί | είχαν κλειστεί | θα έχουν κλειστεί | να έχουν κλειστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κλεισμένος - είμαστε, είστε, είναι κλεισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κλεισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κλεισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κλεισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κλεισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κλεισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κλεισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κλείνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλείνω < κλείω + -νω με μεταπλασμό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλείω
Ρήμα
[επεξεργασία]κλείνω
- άλλη μορφή του κλείω
- ※ Ανωνύμου, 14ος αιώνας, Χρονικόν του Μορέως
- ὅθεν εἶναι χριστιανοὶ στὴν οἰκουμένην ὅλην,
τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγές, οἱ συμφωνίες τὸν κλείνουν.- Παρισινό χειρόγραφο, P 2387 @books.google
- σύγκριση με άλλα χειρόγραφα, 1059
- ἐπεὶ ἔνθα εἶναι οἱ χριστιανοὶ ᾿ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγές, οἱ συμφωνίες τὲς κλειοῦσιν
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κλείνω τὰς ἀκοάς
- κλείνω τὰ μάτια
- → και δείτε τη λέξη κλείω
Πηγές
[επεξεργασία]- κλείνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)