κλείομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κλείομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου και παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω
    κλείνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]