κλειδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλειδάκι | τα | κλειδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κλειδάκι | τα | κλειδάκια |
κλητική | κλειδάκι | κλειδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειδάκι < υποκοριστικό του κλειδί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειδάκι ουδέτερο
- μικρό κλειδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειδάκι