κλειδαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειδαράς < κλειδαρ(ιά) + -άς [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.ðaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δα‐ράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειδαράς αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά και ανοίγει, επισκευάζει κλειδαριές
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλειδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά
[επεξεργασία]
- ↑ κλειδαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.