κλειστοφοβιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κλειστοφοβιών θηλυκό
- κλειστοφοβία, στη γενική του πληθυντικού