κλειστό σύμφωνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλειστό σύμφωνο | τα | κλειστά σύμφωνα |
| γενική | του | κλειστού συμφώνου | των | κλειστών συμφώνων |
| αιτιατική | το | κλειστό σύμφωνο | τα | κλειστά σύμφωνα |
| κλητική | κλειστό σύμφωνο | κλειστά σύμφωνα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλειστό σύμφωνο < → δείτε τις λέξεις κλειστός και σύμφωνο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consonne occlusive
Προφορά
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κλειστό σύμφωνο ουδέτερο
- (φωνητική) σύμφωνο κατά την εκφώνηση του οποίου η ροή του αέρα διακόπτεται στιγμιαία και μετά απελευθερώνεται, δημιουργώντας ένα είδος έκρηξης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία] Είδη συμφώνων
| στην φωνητική |
|---|
| άηχο σύμφωνο • ανακεκαμμένο σύμφωνο • διχειλικό σύμφωνο • ένηχο σύμφωνο • ηχηρό σύμφωνο • κεντρικό σύμφωνο • κλειστό σύμφωνο • μη πνευμονικό σύμφωνο • μονοπαλλόμενο σύμφωνο • παλλόμενο σύμφωνο • πλευρικό σύμφωνο • πλευρικό προσεγγιστικό σύμφωνο • πνευμονικό σύμφωνο • προσεγγιστικό σύμφωνο • πολυπαλλόμενο σύμφωνο • προστριβόμενο σύμφωνο • ρινικό/έρρινο σύμφωνο • στοματικό σύμφωνο • τριβόμενο σύμφωνο • υπερωικό σύμφωνο • φατνιακό σύμφωνο • φρακτικό σύμφωνο • χειλοδοντικό σύμφωνο |
| στην φωνητική και στην ελληνική γραμματική |
| διπλό σύμφωνο • οδοντικό σύμφωνο • ουρανικό σύμφωνο • υγρό σύμφωνο • χειλικό σύμφωνο |
| στην ελληνική γραμματική |
| άφωνο σύμφωνο, δασύ(πνοο) σύμφωνο, συριστικό σύμφωνο, ψιλό(πνοο) σύμφωνο |
| → δείτε και τον όρο ημίφωνο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κλειστό σύμφωνο - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)