Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλειστό σύμφωνο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλειστό σύμφωνο τα κλειστά σύμφωνα
      γενική του κλειστού συμφώνου των κλειστών συμφώνων
    αιτιατική το κλειστό σύμφωνο τα κλειστά σύμφωνα
     κλητική κλειστό σύμφωνο κλειστά σύμφωνα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλειστό σύμφωνο <  δείτε τις λέξεις κλειστός και σύμφωνο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consonne occlusive

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /klisˈto ˈsiɱ.fo.no/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

κλειστό σύμφωνο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]