κλειτοριδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειτοριδισμός < κλειτορίδ(α) + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειτοριδισμός αρσενικό
- (ιατρική) στύση της κλειτορίδας που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειτοριδισμός
|