κλεπτοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλεπτοκρατία < αγγλική kleptocracy < αρχαία ελληνική κλέπτης + κράτος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλεπτοκρατία θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλεπτοκρατία