κλεπτομανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλεπτομανής | η | κλεπτομανής | το | κλεπτομανές |
γενική | του | κλεπτομανούς* | της | κλεπτομανούς | του | κλεπτομανούς |
αιτιατική | τον | κλεπτομανή | την | κλεπτομανή | το | κλεπτομανές |
κλητική | κλεπτομανή(ς) | κλεπτομανής | κλεπτομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλεπτομανείς | οι | κλεπτομανείς | τα | κλεπτομανή |
γενική | των | κλεπτομανών | των | κλεπτομανών | των | κλεπτομανών |
αιτιατική | τους | κλεπτομανείς | τις | κλεπτομανείς | τα | κλεπτομανή |
κλητική | κλεπτομανείς | κλεπτομανείς | κλεπτομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κλεπτομανής, -ής, -ές
- αυτός που έχει παθολογική τάση να διαπράττει κλοπές