κλεφτόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλεφτόπουλο < κλέφτ(ης) (ένοπλος μαχητής) + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kleˈfto.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐φτό‐που‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλεφτόπουλο ουδέτερο
- κλέφτης (μέλος ομάδας ενόπλων κατά την Τουρκοκρατία) νεαρής ηλικίας
- ※ [δημοτικό τραγούδι, ※ ebooks.edu.gr Ανθολόγιο Γ΄Δ΄Δημοτικού ]
- Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν παίζει, δε χορεύει
- Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα,
- ※ [δημοτικό τραγούδι, ※ ebooks.edu.gr Ανθολόγιο Γ΄Δ΄Δημοτικού ]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλεφτόπουλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -όπουλο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)