κληροδότημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κληροδότημα < μεσαιωνική ελληνική κληροδότημα[1] < ελληνιστική κοινή κληροδοτέω / κληροδοτῶ) κληροδοτη- + -μα[2] → δείτε τους όρους κλῆρος, -δοτῶ και δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.ɾoˈðo.ti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρο‐δό‐τη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κληροδότημα ουδέτερο
- (νομικός όρος) το περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται συνήθως για κοινωφελείς σκοπούς με κληροδοσία
- ※ το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου [...] δεν έχει λάβει ούτε ένα ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο, αφού το σύνολο των δραστηριοτήτων του, [...] χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τα κληροδοτήματα του Ευγένιου Ευγενίδη, της αδελφής του Μαριάνθης Σίμου και του Νικόλαου Βερνίκου-Ευγενίδη. * εφημερίδα Καθημερινή, 2013.12.22.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ κληροδοτώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κληροδότημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)