κληροδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κληροδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που αποδέχεται μια σχετικά μικρή σε αξία ειδική κληρονομιά (ένα μεμονωμένο περιουσιακό στοιχείο του θανόντος) που ονομάζεται κληροδότημα (βάσει νόμου για μεγάλο κληροδότημα θεωρείται κληρονόμος ασχέτως αν έχει χαρακτηριστεί κληροδόχος απ' τον αποθανόντα) και δεν πληρώνει φόρο για την συνολική περιουσία, όμως έχει ελαττωμένα δικαιώματα σε σχέση με τον κληρονόμο κατά το άνοιγμα της διαθήκης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συγκληροδόχος
- → δείτε τις λέξεις κλήρος και δέχομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κληροδόχος
|