κληρονομικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κληρονομικότης | αἱ | κληρονομικότητες | ||||
γενική | τῆς | κληρονομικότητος | τῶν | κληρονομικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κληρονομικότητι | ταῖς | κληρονομικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κληρονομικότητα | τὰς | κληρονομικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κληρονομικότης | κληρονομικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κληρονομικότης (μαρτυρείται από το 1849) [1] < κληρονομικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κληρονομικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 549, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου