κληρονομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κληρονομώ < αρχαία ελληνική κληρονομῶ < κλῆρος + νέμω

κληρονομώ

  1. αποκτώ περιουσιακό στοιχείο (μια κληρονομιά) που μου άφησε μετά το θάνατό του κάποιος συγγενής μου
  2. έχω κάτι πολύτιμο που μου άφησαν οι παλιότερες γενιές και φέρω την ηθική ευθύνη για τη διαφύλαξή του


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]