κληρούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κληρούχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κληροῦχος. Συγχρονικά αναλύεται σε κλήρ(ος) + -ούχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kliˈɾu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρού‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κληρούχος αρσενικό ή θηλυκό
- δικαιούχος ενός μεριδίου γης μετά από κλήρωση
- (ιστορία, στην αρχαία Αθήνα) Αθηναίος πολίτης που έπαιρνε έναν κλήρο γης εκτός Αττικής και διέμενε εκεί μόνιμα διατηρώντας τα πολιτικά του δικαιώματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κλήρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κληρούχος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)