κλητεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κλητεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλητεύω
- θα κλητεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλητεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κλητεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κλήτευση