κλητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλητός < αρχαία ελληνική κλητός < καλέω / καλῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kliˈtos/
- συλλαβισμός : κλη‐τός
Επίθετο[επεξεργασία]
κλητός, -ή, -ό
- (αρχαιοπρεπές) που τον έχουν καλέσει, που έχει προσκληθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλώ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί[1]:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλητός
|
- ↑ «πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»: Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, 22, 14