κλιμακοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλιμακοποιώ < κλίμακα + -ο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κλιμακοποιώ

  1. ανάγω σε κάποια κλίμακα
  2. (σπάνιο) κλιμακώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]