κλιμακτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιμακτήριος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική climacterial < νεολατινική climacterium < climacter < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ (σκαλοπάτι, κρίσιμο σημείο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλιμακτήριος | οι | κλιμακτήριοι (κλιμακτήριες) |
γενική | της | κλιμακτηρίου | των | κλιμακτηρίων |
αιτιατική | την | κλιμακτήριο | τις | κλιμακτηρίους (κλιμακτήριες) |
κλητική | κλιμακτήριε (κλιμακτήριο) | κλιμακτήριοι (κλιμακτήριες) | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κλιμακτήριος θηλυκό
- η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται σε έναν οργανισμό η εμμηνόπαυση, συνήθως νοουμένου του γυναικείου, αν και μεταφορικά χρησιμοποιείται η φράση ανδρική κλιμακτήριος για την αντίστοιχη περίοδο ορμονικών αλλαγών στον μεσήλικα άνδρα
Επίθετο[επεξεργασία]
κλιμακτήριος, -α, -ο
- (και ως επίθετο) που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κλιμακτήριο
- οι κλιμακτήριες διαταραχές
- (μεταφορικά) παρακμιακός, σε φάση μη παραγωγική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κλιμακτήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)