κλιμακωτά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κλιμακωτά < κλιμακωτός
Επίρρημα
[επεξεργασία]κλιμακωτά
- λίγο-λίγο, με σταθερό ρυθμό αύξησης ή μείωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κλιμακωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κλιμακωτός