κλιμακωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κλιμακωτά < κλιμακωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
κλιμακωτά
- λίγο-λίγο, με σταθερό ρυθμό αύξησης ή μείωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλιμακωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κλιμακωτός