κλοτσάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλοτσάω < κλοτσ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλοτσῶ < κλότσος < μεσαιωνική λατινική calcio < λατινική calx [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kloˈt͡sa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλο‐τσά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλοτσάω/κλοτσώ, αόρ.: κλότσησα, παθ.φωνή: κλοτσιέμαι, π.αόρ.: κλοτσήθηκα, μτχ.π.π.: κλοτσημένος

  1. χτυπώ δυνατά με το πόδι
  2. (μεταφορικά) δεν αποδέχομαι, αποδιώχνω, περιφρονώ
    Μην κλοτσάς τέτοια ευκαιρία!
  3. (για όπλα ή παρόμοιους μηχανισμούς) κάνω απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 κλοτσώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.